-
1 звать
звать 1) καλώ, φωνάζω' вас зовут σας καλούν, σας φωνάζουν 2) (называть) ονομάζω как вас зовут? πώς σας λένε; меня зовут... με λένε... 3) (приглашать) καλώ, προσκαλώ* * *1) καλώ, φωνάζωвас зову́т — σας καλούν, σας φωνάζουν
2) ( называть) ονομάζωкак вас зову́т? — πώς σας λένε
меня́ зову́т... — με λένε...
3) ( приглашать) καλώ, προσκαλώ -
2 говорить
ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.
|| κατέχω ξένη γλώσσα•говорить по-русски μιλώ ρωσικά.
2. λέγω, λέω•говорить правду λέγω την αλήθεια•
говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.
|| διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•-ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.
|| μαρτυρώ, αποδείχνω•факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.
εκφρ.говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•иначе -я – με άλλα λόγια•само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•что вы -ите! – τι λέτε!•это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•не -я уже – για να μην πω ακόμα.1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.3. φημολογούμαι• λέγομαι•как -ится όπως λέγεται.
-
3 говорить
говорить μιλώ, λέγω что вы \говоритьйте? τι λέτε; вы \говоритьите по-гречески? μιλάτε ελληνικά;я немного \говоритью по-гречески μιλώ λίγο ελληνικά \говоритьят, что... λένε ότι...· \говоритьит Москва! μιλά η Μόσχα! иначе \говоритья με άλλα λόγια* * *μιλώ, λέγωчто вы говори́те? — τι λέτε
вы говори́те по-гре́чески? — μιλάτε ελληνικά
я немно́го говорю́ по-гре́чески — μιλώ λίγο ελληνικά
говоря́т, что... — λένε ότι...
говори́т Москва́! — μιλά η Μόσχα!
ина́че говоря́ — με άλλα λόγια
-
4 имя
имя с το όνομα* как ваше \имя? πώς σας λένε; назвать по имени κατονομάζω, ονο ματίζω библиотека имени Ле нина η βιβλιοθήκη Λένιν от имени... εξ ονόματος... во \имя мира για την ειρήνη* * *сτο όνομαкак ва́ше и́мя? — πώς σας λένε
назва́ть по и́мени — κατονομάζω, ονοματίζω
библиоте́ка и́мени Ле́нина — η βιβλιοθήκη Λένιν
от и́мени…— εξ ονόματος
во и́мя ми́ра — για την ειρήνη
-
5 как
как 1. (вопрос) πώς* как вы поживаете? πώς τα περνάτε; \как ваше имя?, \как вас зовут? πώς σας λένε; \как называется эта улица? πώς ονομάζεται αυτός ο δρόμος; \как пройти в (на)...? πώς, νά περάσω...; \как мне быть? τι να κάνω; 2. со юз όπως, σαν \как хотите όπως θέλετε \как в прошлый раз όπως την περασμένη φορά ◇ в то время \как ενώ, καθώς, εκεί που \как только μόλις с тех пор \как από τότε που \как бы то ни было όπως και να'ναι \как знать ποιος ξέρει \как будто σάμπως, σάματι(ς) \как раз ακριβώς, ίσα ίσα \как раз вовремя ακριβώς στην ώρα \как жаль! τι κρίμα! \как когда εξαρτάται,\как извест яо... όπως είναι γνωστό...* * *1.( вопрос) πώςкак вы пожива́ете? — πώς τα περνάτε
как ва́ше и́мя?, как вас зову́т? — πώς σας λένε
как называ́ется э́та у́лица? — πώς ονομάζεται αυτός.ο δρόμος
2. союзкак пройти́ в (на)...? — πώς νά περάσω...
όπως, σανкак хоти́те — όπως θέλετε
как в про́шлый раз — όπως την περασμένη φορά
••в то вре́мя как — ενώ, καθώς, εκεί που
как то́лько — μόλις
как бы то ни́ было — όπως και να' ναι
как бу́дто — σάμπως, σάματι(ς)
как раз — ακριβώς, ίσα ίσα
как раз во́время — ακριβώς στην ώρα
как когда́ — εξαρτάται
как изве́стно... — όπως είναι γνωστό
-
6 говорить
говор||и́тьнесов1. (ό)μιλώ, λέγω, διαλέγομαι, συζητώ, κουβεντιάζω:\говорить πο-ру́сски (по-гречески и т. п.) ὀμιλῶ ρωσικά (ελληνικά κ.λ.π.)· ребенок еще не \говоритьнт τό μωρό ἀκόμη δέν μιλάει· \говорить впусту́ю μιλάω στό βρόντο, χάνω τά λόγια μου· манера \говорить ὁ τρόπος ὁμιλίας· \говорить в нос μιλάω μέ τή μύτη· не давать \говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει·2. (что-л. кому-л. или ὁ ком-л., ὁ чем-л.) λέγω:\говорить правду λέγω τήν ἀλήθεια· \говорить речь βγάζω λόγο, ἐκφωνῶ λόγον, ἀγορεύω· \говорить вздор λέγω ἀνοησίες·3. (с кем-л.) συζητώ, κουβεντιάζω·4. (свидетельствовать) δείχνω, μαρτυρώ, σημαίνω:это \говоритьит само за себя εἶναι αὐτονόητο· это \говоритьит в его пользу αὐτό εἶναι ὑπέρ αὐτοῦ· ◊ нечего \говорить, что и \говорить ὁϋτε συζήτηση, βέβαια, ἀσφαλῶς, σωστἄ легко тебе \говорить ἐξω ἀπ' τό χορό πολλά τραγούδια λένε· не \говоритья ни слова χωρίς νά πή κουβέντα· откровенно \говоритья νά πούμε τήν ἀλήθεια· собственно \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε· иначе \говоритья μ' ἄλλα λόγια· короче \говоритья κοντολο-γής· между нами \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε μεταξύ μας· не \говоритья уже ὁ... γιά νά μήν ἀναφέρω καί...· \говоритьят, что... λένε πώς...· \говоритьит Москва! радио μιλάει ἡ Μόσχα!. -
7 слышно
слышнопредик безл1. (можно слышать) ἀκούεται:отсюда хорошо́ \слышно ἀπ· ἐδῶ ἀκούεται καλά· мне ничего́ не \слышно δέν μπορώ ν' ἀκούσω τίποτε·2. (есть сведения) λεγεται, λενε:о нем ничего́ не \слышно? δέν λένε τίποτε γι ' αὐτόν;· что ·\слышно·? τί νέα; -
8 де
(μόριο) απλ. σημαίνει ότι τα λόγια που προφέρει ο ομίλων δεν είναι δικά του, αλλά άλλου• λέει, λένε•он-де не может прийти λένε, ότι αυτός• δε μπορεί να έρθει.
-
9 дескать
(μόριο) όπως λένε•ты,, сам виноват εσύ, όπως λένε, μόνος σου φταις.
-
10 звать
зову, зовшь, παρλθ. χρ. звал, -ла, звало, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. званный, βρ: зван, звана, званоρ.δ.μ.1. καλώ, φωνάζω•-на помощь καλώ σε βοήθεια.
|| προσκαλώ•звать к себе в гости προσκαλώ στο σπίτι μου σαν φιλοξενούμενο•
звать на свадьбу καλώ στο γάμο.
2. ονομάζω, ονοματίζω•его зовут аристократом τον φωνάζουν αριστοκράτη.
|| απρόσ. как вас зовут? πως σας λένε;•меня зовут александр με λένε Αλέξανδρο.
ονομάζομαι, καλούμαι, λέγομαι. -
11 мол
1. -а, προθτ. о -е, на -у α. μώλος, λιμενοβραχίονας.2. (μόρ.ο) όπως λέγεται, όπως λένε, όπως είπε, -αν, όπως φημολογείται•она, мол, этого не знала αυτή, όπως λένε, δεν το ήξερε αυτό.
-
12 слышно
επίρ.1. ακουστικά• ακουστά•жадно и слышно глотать воду λαίμαργα και ακουστά καταπίνω νερό.
2. ως κατηγ. ακούεται, είναι ακουστός•отсюда хорошо слышно всех ораторов απεδώ μπορείς ν' ακούς καλά όλους τους ρήτορες•
мне вас не слышно δεν ακούεσαι (δε σας ακούω)•
никого не слышно δεν ακούεται κανένας•
-вам, что говорят? ακούτε τι λένε;
3. υπάρχουν πληροφορίες, ειδήσεις•о нём давно ничего не слышно καιρό έχομε να μάθομε κάτι γι αυτόν•
что слышно нового? τι νέα ακούσατε;•
что у вас -? τι ακούσατε; τι νέα έχετε;
4. (ωζ παρνθ. λ.) ακούεται, λέγεται•, что будет хороший урожай λένε, πως θα έχομε καλή σο-δε ιά. -
13 будто
будто1. союз (словно) σάν, ὠς, σάν νά, ὡς νά;2. союз (что) ὅτι, πώς:говорят, \будто он уехал λενε, πώς Εφυγε;3. частица (разве) разг τάχα, ἀραγε:уж \будто ты не понимаешь? τάχα δέν καταλαβαίνεις; -
14 говориться:
говор||иться:как \говориться:ится ὀπως λένε, ὀπως λέγεται· в книге \говориться:и́тся τό βιβλίο λέει. -
15 даром
даромнареч1. δωρεάν, τζάμπα, χάρισμα:я купил это совершенно \даром τ' ἀγόρασα πάμφθηνα, τ' ἀγόρασα τζάμπα·2. (напрасно) μάταια, είς μάτην, του κάκου/ ἄδικα, ἀσκοπα [-ως] (бесцельно, зря):терять \даром время χάνω ἀδικα τόν καιρό μου· он не \даром сказал это δέν τό είπε τυχαία, δέν τό είπε στον ἀέρα· не \даром говорят... καλά λένε πώς... · ◊ это ему \даром не пройдет αὐτό θά τό πληρώσεί \даром что... ἀν καί..., μολονότι... -
16 звать
зватьнесов1. (позвать) καλώ, φωνά· ζω:\звать на помощь καλώ (или φωνάζω) σέ βοήθεια·2. (приглашать) προσκαλώ·3. (называть):\звать по и́мени φωνάζω μέ ὀνομα· как вас зову́т? πῶς σας λενε; πῶς ὁνομάζεστε; -
17 крепкий
креп||кийприл1. (твердый, прочный) στερεός, γερός:\крепкийкая ткань τό στερεό ὑφασμα· \крепкий орех τό σκληρό καρύδἰ2. (сильный) ισχυρός, γερός, δυνατός:\крепкий организм ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) ὁργανισμός· \крепкий человек ὁ γερός ἀνθρωπος· \крепкийкое здоровье ἡ δυνατή κράση· \крепкий мороз ἡ δυνατή παγωνιά· он еще \крепкий старик τό λένε ἀκόμα τά κότσια του·3. (насыщенный) δυνατός:\крепкий чай τό δυνατό τσάἰ· \крепкий кофе ὁ βαρύς καφές· \крепкий табак ὁ σέρτικος καπνός· \крепкийкие вина τά δυνατά κρασιά· ◊ \крепкий сон ὁ βαθύς ὑπνος· \крепкийкие напитки τά οἰνοπνευματώδη ποτά· \крепкийкое словцо разг ἡ βαρειά λέξη, ἡ χοντρή κουβέντα. -
18 настораживать
настораживатьнесов καθιστώ ἐπιφυ-λακτικό[ν], κάνω (λέγω) νά φυλαχτεί / βάζω σέ ἀνησυχία (вызывать беспокойство)· Φ \настораживать у́ши (слух) προσέχω τί λένε, τεντώνω τ· αὐτιά μου. -
19 недаром
недаромнареч μέ τό δίκιο (не напрасно)/ ὄχι τυχαία, σωστά (не без основания):\недаром мы столько работали δέν πήγε τοῦ κάκου ἡ δουλειά μας· \недаром я так боялась είχα δίκιο νά φοβάμαι· \недаром говорится, что... σωστά λένε πώς... -
20 отзыв
отзывм 1·. ἡ κρίση [-ις], ἡ γνώμη / ἡ κριτική (рецензия):благоприятный \отзыв ἡ βὐνοϊκή γνώμη· давать \отзыв о книге, статье κρίνω βιβλίο, ἄρθρο· о нем очень хорошие \отзывы λενε πολλά καλά λόγια γι ' αὐτόν2. (посла, депутата и т. п.) ἡ ἀνάκληση [-ις], ἡ μετάκληση [-ις]·3. воен. τό παρασύνθημα.
См. также в других словарях:
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
Anatropi — Ανατροπή … Википедия
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Sokratis Malamas — (Greek: Σωκράτης Μάλαμας) (b. September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece) is a Greek singer and songwriter.BiographySokratis Malamas was born on September 29, 1957 in Sykia in Chalkidiki, Greece. His family moved to Stuttgart, Germany for… … Wikipedia
My Name Is Earl — Title card featuring Jason Lee as Earl Hickey Format Comedy / Narrative Created by … Wikipedia
Mitsos — Mitsos, or Mitso, is a popular Greek nickname given to males named Dimitri, Dimitrios or Jim. This nickname is used especially when referring to manly individuals having the aforementioned names. People with the given name Mitsos: Mitsos… … Wikipedia
Arachova — Stadtgemeinde Arachova (1946–2010) Δήμος Αραχώβης (Αράχωβα) … Deutsch Wikipedia